- ψάθινος
- η , ο соломенный; камышовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψάθινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από ψάθα («ψάθινο καπέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος] … Dictionary of Greek
ψάθινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ψάθα: Φορούσαν ψάθινα καπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ψαθόπλεκτος — και ψαθόπλεχτος, η, ο, Ν πλεγμένος από ψάθα, ψάθινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + πλεκτός (< πλέκω)] … Dictionary of Greek
ψιάθινος — η, ο, Ν [ψίαθος] (παλ. τ.) ψάθινος … Dictionary of Greek
ζεμπίλι — το ιού (λ. τουρκ.), ψάθινος σάκος, το δίχτυ για τα ψώνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)